ἐπαυχένιος

ἐπαυχένιος
ἐπαυχένιος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαυχένιος — (Α ἐπαυχένιος, ον) [αυχήν] αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα τής σαγής τού αλόγου ή τού ημιόνου β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια ξύλινα… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαυχένιον — ἐπαυχένιος masc/fem acc sg ἐπαυχένιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυχενίοιο — ἐπαυχένιος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυχενίοις — ἐπαυχένιος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυχενίου — ἐπαυχένιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυχενίους — ἐπαυχένιος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυχενίων — ἐπαυχένιος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυχένιοι — ἐπαυχένιος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”